- άπουρος
- ἄπουρος, -ον (Α) [ούρος= όρος]αυτός που βρίσκεται μακριά από τα όρια, τα σύνορα της πατρίδας του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄπουρον — ἄπουρος far from the boundaries masc/fem acc sg ἄπουρος far from the boundaries neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)